φτωχοδέρνω

φτωχοδέρνω
(αόρ. φτωχόδειρα) αμετ. жить бедно, перебиваться; влачить жалкое существование; нищенствовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φτωχοδέρνω" в других словарях:

  • φτωχοδέρνω — Ν περνώ φτωχική ζωή …   Dictionary of Greek

  • φτωχοδέρνω — φτωχόδειρα, αμτβ., περνώ ζωή φτωχού, περνώ φτωχική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»